Νιες του χωριού κεντάνε την προίκα τους
Τὶς νέες συλλογίζομαι στὶς ἀπομακρυσμένες
 τὶς ἐπαρχίες, τὰ χλωμὰ καὶ κρύα δειλινά, 
ὅταν πίσω ἀπ᾿ τὸ τζάμι τοὺς κοιτᾶν στηλὰ τὸ δρόμο
 κι ἀναστενάζουνε, γιατὶ κανένας δὲν περνᾷ... 
Τὶς συλλογιέμαι στὶς θαμπὲς τοῦ φθινοπώρου ἡμέρες,
 ὅταν κοιτᾶνε τὴ βροχὴ νὰ πέφτει στὴν αὐλή τους 
κι ἀνασηκώνουν στοὺς στενούς τους ὤμους τους τὸ σάλι, 
γιατὶ ἕνα ρῖγος παγερὸ νιώθουν ὡς τὴν ψυχή τους... 
..........................................
 
καὶ πάντα καρτερᾶνε
τὸ Νέο τὸ ρομαντικό, τὸν πλούσιο, τὸν ὡραῖο,
ποὺ θὰ τοὺς δώσει τὴ λαμπρὴ ζωὴ ποὺ λαχταρᾶνε...
Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Πότε θὰ ῾ρθεί ἀπὸ τὸ γαλανὸ
βασίλειο τῆς Χίμαιρας, μ᾿ ἐρωτικὰ ἀνοιγμένη
τὴν ἀγκαλιά, καὶ νὰ τὸν δοῦν νὰ τοὺς χαμογελᾶ;
Τάχα γιατί τόσο πολὺ ν᾿ ἀργεῖ; Τί περιμένει;
---------------------------------------------
Πότε θὰ ῾ρθεῖ; Κατάμονες καὶ θλιβερὲς στὸ σπίτι 
στοῦ φθινοπώρου τὰ χλωμὰ καὶ κρύα δειλινά
 οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶν κοιτᾶν στηλᾶ τὸ δρόμο
 κι ἀναστενάζουνε, γιατὶ κανένας δὲν περνᾷ... 

Οἱ νέες τῶν ἐπαρχιῶν (απόσπασμα) 
Κ. Ουράνης